ἀλήθεια

ἀλήθεια
-ας + N 1 8-19-24-94-61=206 Gn 24,27.48; 32,11; 47,29; Ex 28,30
truth Gn 24,27; truthfulness Prv 28,6; symbol of truth (of the Thummim) Lv 8,8; fidelity, faithfulness Gn 47,29
κύριος ποιήσει μετὰ σοῦ ἔλεος καὶ ἀλήθειαν the Lord will deal com-passionately and truthfully with you
2 Sm 15,20
Cf. BARR 1961, 187-200; CAIRD 1968b=1972 124(Lv 8,8; Dt 33,8); HARL 1986a, 301 (Gn 47,29);
LARCHER 1983 290; 1984 365; SPICQ 1982, 17-19; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀληθεία — ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual (epic) ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθείᾳ — ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλήθεια — ἀλήθεια , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθεια — truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — η 1. η συμφωνία με την πραγματικότητα: Είπα την αλήθεια και μόνο. 2. ό,τι δεν μπορεί τότε που λέγεται να αμφισβητηθεί (φιλοσοφική, επιστημονική αλήθεια κτλ.): Οι μαθηματικές αλήθειες είναι οι πιο σταθερές. 3. ως επίρρ., αληθινά: Αλήθεια, λένε πως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀληθεῖᾳ — ἀληθεῖαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθειᾳ — ἀλήθειαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τι ἐστίν ἀλήθεια. — τι ἐστίν ἀλήθεια. См. Что есть истина? …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”